- διάσπαση
- Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους.
σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί ραδιενεργός δ. ενός ασταθούς πυρήνα. Η σταθερά δ. λ δίνεται από τη σχέση:
, όπου
είναι η ραδιενέργεια Α του νουκλιδίου (αριθμός των πυρήνων που διασπώνται στη μονάδα του χρόνου) και Ν ο αριθμός των αδιάσπαστων πυρήνων τη χρονική στιγμή t (η απόλυτη τιμή του ρυθμού μεταβολής dN/dt καλείται ρυθμός διάσπασης). Από τη σχέση αυτή προκύπτει ο τύπος Ν = Ν0 e-λt (όπου N0 ο αριθμός των πυρήνων τη χρονική στιγμή t = 0), ο οποίος δείχνει ότι η ραδιενέργεια ενός ραδιονουκλιδίου μειώνεται εκθετικά με τον χρόνο. Ο χρόνος που απαιτείται για να διασπαστούν τόσοι πυρήνες, ώστε να ελαττωθεί στο μισό ο αρχικός αριθμός τους
λέγεται χρόνος υποδιπλασιασμού (t 1/2) και δίνεται από τον τύπο
Το αντίστροφο της σταθεράς δ. ονομάζεται μέσος χρόνος ζωής του ραδιενεργού. τάση δ. Η μέγιστη τιμή του ηλεκτρικού πεδίου που μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα διηλεκτρικό (μονωτικό), χωρίς το διηλεκτρικό να παρουσιάζει πτώση αντίστασης.
* * *η (AM διάσπασις)βίαιος διαχωρισμόςνεοελλ.1. διχασμός λόγω διχόνοιας, διαφοράς αντιλήψεων ή συμφερόντων2. πρόκληση ρήγματος («η διάσπαση τού μετώπου, τού κόμματος, τής παράταξης κ.λπ.»)3. λύση τής συνοχής4. φυσ. μετασχηματισμός κατά τον οποίο, πυρήνες ενός στοιχείου μετατρέπονται σε πυρήνες απλούστερων στοιχείων με ταυτόχρονη εκπομπή ακτινοβολίας5. χημ. η αποσύνθεση, ο χωρισμός τών στοιχείων μιας χημικής ένωσης6. «ψυχολογική διάσπαση» — απώλεια κάθε δεσμού μεταξύ τών στοιχείων τής ψυχικής ζωής (κατά την αναισθησία, αμνησία, κ.λπ.)7. «διάσπαση προσωπικότητας» — η απώλεια σύνδεσης τών διανοητικών, συναισθηματικών στοιχείων και τής συμπεριφοράς τού πάσχοντοςαρχ.χάσμα, κενό.
Dictionary of Greek. 2013.